ἀκμάζουσαν

ἀκμάζουσαν
ἀκμάζω
to be in full bloom
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”